Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

ΧΑΛΑΣΑΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΓΥΡΙΣΑΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ (και χάνονταν οι άνθρωποι μα πουθενά δε βρέθηκε)

 Χαλάσαμε τον κόσμο ψάχνοντας   σε χαμοκέλες και παλάτια

μέσα στη φτέρη την άνοιξη   στους άμμους και τα χιόνια

και στα πηγάδια κατεβήκαμε   ακόμα και σε τάφους

μα πουθενά δε βρέθηκε.

Κι ούθε ρωτήσαμε κανείς δε μίλησε

κι ούθε χτυπήσαμε κανείς δεν άνοιξε

οι ανδρειωμένοι γέλασαν   και οι δειλοί ταράχθηκαν

όσοι ακούσαν τ’ όνομά της!

Χαλάσαμε τον κόσμο ψάχνοντας   και γύριζα τα χρόνια

και χάνονταν οι άνθρωποι   μα πουθενά δε βρέθηκε.

 

Ήρθε μια μέρα    που τα τριαντάφυλλα καίγανε

βουνά και θάλασσα.

Γυμνός   μονάχα το σπαθί στη μέση.

Σήκω μου λέει, μας έκλεισαν

μας έχουν κλείσει από παντού.

Και μη φοβάσαι θα περάσουμε.

 

Χρόνια και χρόνια περπατήσαμε   γυρεύοντας το πέρασμα

κι ο καιρός εγύριζε

και ήταν όλος ο καιρός   ένα σπαθί που έλαμπε

μες στην καρδιά του κόσμου.

[ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ και ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980  – και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή]:

1.    ΣΤΙΓΜΗ, Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο…

2.   ΓΥΦΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, Την ξέκανε η πείνα κι ο έρωτας στο χώμα…

3.   ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ, Χρόνια κεντούσε με το βελονάκι ένα περιστέρι…

4.   ΦΑΝΤΑΡΟΙ μ.Χ, Χωθήκαμε χαράματα στο δάσος…

5.   Η ΠΕΤΡΑ,  Νύχτα πείνα κατοχή…

6.   ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ, Χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία…

7.   ΤΟ ΣΑΚΙ, Ήμουν παιδί ακόμα δεν τους καλοθυμάμαι

8.   ΠΑΛΙΑ ΓΡΑΦΗ, Του δέσανε τα χέρια…

9.   ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΘΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΟΥΝ, Η μια μέρα δαγκώνει την άλλη…

10.       Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, Δε βρήκα κανέναν…

11.       ΙΒΗΡΩΝ 14, 1949 (Για τον Τάκη Σινόπουλο) και

12.       ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ, Μ’ αγκάθια καίγεται ο ουρανός…

 

 


ΣΤΙΓΜΗ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο

ευωδιά που θυμίζει σκάλα σε κήπο

κόρφο γυναίκας ή αποχαιρετισμό.

Ύστερα η ξαφνική τουφεκιά

που τον κάνει φωτογραφία.

 

ΓΥΦΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (στον Γυφτο-Γιώργο)

Την ξέκανε η πείνα

κι ο έρωτας στο χώμα.

Το συκώτι μου καίγεται

τα μάτια μου κλαίνε.

 

Μην έρχεσαι αγάπη

δεν έχει πού να μείνεις.

Το παιδί της πέθανε

δέρνεται όλο κλαίει.

 

Ένα πουλί διαβαίνει

σε μιαν αράδα δένδρα.

Χώρισαν στο χάραμα

χάθηκε στην πάχνη.

 

Του φεγγαριού μαχαίρι

στη ζώνη του θανάτου.

Όλη νύχτα χόρευε

τώρα μόνο η στάχτη.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Χρόνια κεντούσε με το βελόνι ένα περιστέρι.

Άλλαζε τις κλωστές, δοκίμαζε τα χρώματα

ήθελε τα πούπουλα να φέγγουνε από μέσα

να λάμπουν με το φως να σκοτεινιάζουν με τη συννεφιά.

Ο λαιμός και η τραχηλιά να πηγαίνουν μπροστά

διώχνοντας το φόβο. Και στα νυχάκια του η ανάγκη

να περπατήσει μες τον κόσμο.

 

Έτσι το είδε να ζωντανεύει ξαφνικά.

Βγήκε από το κέντημα και πέταξε στον ουρανό

μετά χαμήλωσε και κάθισε στο φιλιατρό του πηγαδιού

κοιτάζοντας μέσα στο νερό ένα άσπρο σύννεφο που διάβαινε.

Και είπε το περιστέρι: θα μαζέψω μπαμπάκι για τη φωλιά μου.

Βούτηξε κατεβαίνοντας στο πηγάδι

και πνίγηκε.

 

Εκείνη είχε αποκοιμηθεί πάνω στο κέντημά της.

 

ΦΑΝΤΑΡΟΙ μ.Χ.

Χωθήκαμε χαράματα στο δάσος. Τους είδα να πέφτουν πάνω στο χορτάρι, τα μάτια τους κλειστά

τσακισμένοι απ’ το τρελό ξενύχτι μας μέσα στην πάχνη

γυρεύοντας ακόμη

κρυφές γωνιές για έρωτα φωνάζοντας κάπου εκεί να μη χαθούμε -

να μη χαθούμε.

Κάποιος αγκάλιαζε τα δένδρα μεθυσμένος σ’ αγαπώ μη μ’ αφήσεις

κι ο άλλος μη κοιμηθείτε θα μας σκοτώσουν θα μας βρούνε και θα μας σκοτώσουν.

Ένα κορίτσι μισόγυμνο πίσω από τα χαμόκλαδα παράσταινε τις νύμφες

χόρευε μ’ ένα μαντίλι κόκκινο και καθώς βρέθηκε στο ξέφωτο

σα να το θέρισαν τα πολυβόλα.

Όλο το δάσος τότε γέμισε μεγάφωνα κι ακούγονταν από το βάθος

τύμπανα κι αλαλαγμοί στρατιές που προχωρούσαν στα τυφλά

γεφύρια και τρένα που τ’ ανατίναξαν

πληθυσμοί αφανισμένοι μέσα στους βομβαρδισμούς κι ο θρήνος από τα πορνεία

δεν μπορούσε να σκεπάσει τη φωνή της

ουρλιάζοντας η Μάνα πίσω από τα σύρματα όταν τους πήρανε.

 

Ποιους πήρανε και πότε; Πόσοι χαθήκανε; Κι εμείς πού ήμασταν;

Σε ποιο δάσος και ποιες εποχές;

Εμείς που μετράμε τα χρόνια μας με ξεθωριασμένες φωτογραφίες φαντάρων

χρόνια πριν και μετά από κείνο το τρελό ξενύχτι.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

Η ΠΕΤΡΑ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Νύχτα πείνα κατοχή

και στη θράκα για ψωμί

ψέναμε μια πέτρα.

 

Έσκασε στα τέσσερα

μαύρισε και ράισε

μα δεν έγινε ψωμί.

 

Και την έκανα κομμάτια

την εμοίρασα στα πιάτα

μα κανείς δεν άγγιξε.

 

Τότε γονατίζοντας

ζήτησε συγχώρεση

ούρλιαξε η μάνα.

 

ΠΑΙΔΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ

Χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία

χιονίζει σ’ όλη τη γη

εδώ κάτω είναι η γη και το κάρο

με τα πεθαμένα παιδιά

εδώ οι άνθρωποι που πολεμάνε

το τσίρκο αδειανό

το άλογο γυρίζει μοναχό του

αυτός είναι ο κλόουν που κλαίει

σφουγγίζει τα δάκρυά του μ’ εφημερίδες

έπειτα τις ανάβει για να ζεσταθεί

κάνει κρύο πεινάμε

χιονίζει στην Αθήνα και στη Βαρσοβία

χιονίζει σ’ όλη τη γη.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΤΟ ΣΑΚΙ  (από την ομότιτλη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου 1980)

Ήμουν παιδί ακόμα δεν τους καλοθυμάμαι.

Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί

μα δε σταθήκανε. Περάσανε

αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους

ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες

καθώς τους χώνευε το βουνό.

 

Μονάχα ο  τελευταίος δεν φεύγει απ’ το μυαλό μου.

Κράτα το άλογο, μου είπε

και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη

έσκυψε στο νερό να πιει

και το ’να μάτι του με κοίταξε απ’ το πλάι.

 

Κοίταζε τα κουρέλια μου

τα πόδια μου μες στις λινάτσες

τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου

και πώς του χαμογέλαγα

κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.

 

Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο

αχνό βασιλεμένο

όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί

και κύλησαν στη μέση της πλατείας

κομμένα τα κεφάλια τους.

 

Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη

και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες

 

ΠΑΛΙΑ ΓΡΑΦΗ  (στον Θοδωρή Βαρουξή)

Του δέσανε τα χέρια. Τον βάλανε στη μέση και τον πήγαιναν μέσα στον ήλιο και την πέτρα.
Κι όταν εσήκωνε τα μάτια - μπροστά του πάλι εκείνοι αυτός ανάμεσά τους.

Κι αν έκανε πως λύγιζε τον χτύπαγαν με τα κοντάκια να τον αποτελειώσουν.

Κι εκεί που τον τσακίζανε γυρίζει πίσω του να ιδεί μήπως ο κόσμος έσβησε μην κρίθηκε για πάντα.

Μα εκείνοι πάλευαν ακόμη να του τρυπήσουν το κορμί να βγάλουν την ψυχή του.

Κάθε φορά που του ’μενε πνοή για να κοιτάζει όλο πληθαίναν γύρω του τα πρόσωπα των δήμιων μαζί με το δικό του.

Χίλιες εικόνες κι ήταν μια μέσα στον ήλιο και στην πέτρα

-οι δυο με τα ντουφέκια τους στη μέση αυτός να τον πηγαίνουν.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΘΑ ΜΑΡΤΥΡΗΣΟΥΝ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Η μια μέρα δαγκώνει την άλλη

οι νύχτες πίσσα και τρόμος

καθένας περιμένει τη σειρά του.

Τους βάζουνε κι ανοίγουν λάκκους

μετά τους σπρώχνουν εκεί μέσα.

Προφταίνουνε να ιδούνε λίγο ουρανό

χώμα στο γαλάζιο

κι απάνω πέτρες πέτρες πέτρες

αυτές που κάποτε θα μαρτυρήσουν

 

 

Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Δε βρήκα κανέναν. Σκουριασμένα

σιδερικά σωροί σκουπίδια

το πρησμένο ψοφίμι κι ο δρόμος

ανάμεσα στα χορτάρια. Προχώρησα

στο ανάχωμα. Τότε τον είδα.

Καθόταν σ’ ένα μάρμαρο κι ο τοίχος

πίσω του έχασκε. Η σκάλα τιναγμένη.

Μου είπε ήσυχα κοιτάζοντας το χώμα:

Εδώ μας χτύπαγαν. Κρατήσαμε

ώσπου να πέσει ο ήλιος.

Ήταν ένα παιδί, το γνώριζα.

Μαζί τις Κυριακές στα σκοπευτήρια

στα μπάνια. Εδώ το είχα

στου ντουφεκιού το λύκο

μα δε μου βάσταγε η ψυχή

να το χαλάσω. Πρόφτασε

και μου έριξε.

                   Πάψε του φώναξα

και γύρισα κατά τον τοίχο

σαν ν’ άδειαζα πάλι το αυτόματο

με δάκρυα στα μάτια

εκεί που ερχόταν η φωνή του.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΙΒΗΡΩΝ 14, 1949  (για τον Τάκη Σινόπουλο)

Ακόμη θυμάμαι τον παράξενο τρόπο που είχες

ανάμεσα στον πεινασμένο σκύλο και στα χαρτιά σου

ή καθώς κοίταζες στον τοίχο απέναντι στην αγριοσυκιά

φωτισμένη από την πόρτα σου και δίπλα

το στόμα του υπόγειου.

 

Ψηλά ο μπαλωμένος ουρανός της γειτονιάς

έξι το απόγευμα που κατηφόριζα για να σε συναντήσω.

Μιλούσαμε. Τα συλλογιέμαι τώρα εδώ με τη βροχή

φώτα, κορίτσια, λαμπερές προθήκες

διάκοσμοι για το σκοτάδι της ψυχής

να ξεγελάμε το φόβο κι ο θάνατος

ένας καθρέφτης που τον βλέπαμε κάθε πρωί

να δυναμώνει γύρω μας το φως.

 

Η βουλιαγμένη αυλή ταξίδευε κι ακούγαμε

θορύβους που αναδεύανε βαθύτερα.

Δεν ήμουνα λιγότερο μονάχος από σένα όταν λογάριαζα

τα πράγματα που επιθυμούσαμε και τ’ απόχτησαν άλλοι.

 

Για τούτα έχει περάσει κάμποσος καιρός. Θ’ ανταμωθούμε κάποτε.

Όμως δεν ξέρω αν θα μπορέσω να σου ειπώ

πόσα απ’ αυτά χαθήκανε στο πέλαγο

και πόσα μείνανε στην ποίηση.

 

ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ

Μ’ αγκάθια καίγεται ο ουρανός

τρομακτικά πουλιά

τινάζονται απ’ τον παράδεισο

άνθρωποι αμίλητοι γυρίζουν

ψάχνοντας στα ερείπια

κι αυτοί που δεν τους δέχεται

κανένας τόπος

καμιά θάλασσα

επιμελούνται

ταπεινά

το άπειρο

 

 

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή: πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν… Στον μέλλοντα, λοιπόν, αιώνα αυτοί θα τρέξουν στο ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ να ζητήσουν μια θέση και βέβαια θα πληρώσουν μ’ ένα Ποίημα… Η φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου έχει φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μην σβήνει όταν χαμηλώνει…

Παρασκευή, 29 Ιανουαρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ